Μπρολί, Λουί Βικτόρ ντε- — (Luis Victor de Broglie, Ντιέπ 1892 – 1987). Γάλλος θεωρητικός φυσικός, ιδρυτής της κυματομηχανικής. Διπλωματούχος φιλόλογος από το 1910, αφιερώθηκε στις επιστημονικές μελέτες με την καθοδήγηση του μεγαλύτερου αδελφού του Μορίς, επίσης ικανού… … Dictionary of Greek
Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί — (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που … Dictionary of Greek
Κονσιντεράν, Βικτόρ Προσπέρ — (Victor Prosper Considérant, Σαλέν 1808 – Παρίσι 1893). Γάλλος πολιτικός και θεωρητικός του ουτοπικού σοσιαλισμού. Σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή και μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε στον στρατό ως αξιωματικός του μηχανικού. Το 1831 παραιτήθηκε … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Μπράουν, κίνηση του- — Αδιάκοπη και άτακτη κίνηση λεπτότατων, αλλά ορατών στο μικροσκόπιο, σωματιδίων, που αιωρούνται σε ένα υγρό· η ονομασία προέρχεται από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Ρόμπερτ Μπράουν (1773 1858), ο οποίος παρατήρησε για πρώτη φορά την κίνηση αυτή το 1827 … Dictionary of Greek
Μπρολί, Μορίς ντε- — (Maurice de Broglie, Παρίσι 1875 – 1960). Γάλλος φυσικός, αδελφός του Λουί Βικτόρ ντε Μπρολί (βλ. λ.). Διδάκτορας των φυσικών επιστημών από το 1908, έγινε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Παρισιού το 1924 και της Γαλλικής Ακαδημίας το 1934.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek